τεσσαρεσκαιδεκάγωνος

τεσσαρεσκαιδεκάγωνος
τεσσᾰρεσκαιδεκά-γωνος [κᾰ], ον, 14-
A angled, Hero *Geep.164.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τεσσαρεσκαιδεκάγωνος — angled masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεσσαρεσκαιδεκάγωνος — ον, Α αυτός που έχει δεκατέσσερεις γωνίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαρεσκαίδεκα + γωνος (< γωνία), πρβλ. πεντά γωνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”